πασσάλῳ

πασσάλῳ
πάσσαλος
peg
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πασσαλώνω — πασσαλῶ, όω, ΝΑ [πάσσαλος] μπήγω πασσάλους, στερεώνω με πασσάλους …   Dictionary of Greek

  • πασσάλωι — πασσάλῳ , πάσσαλος peg masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ …   Dictionary of Greek

  • προσπασσαλώ — και αττ. τ. προσπατταλῶ, όω, Α 1. προσπασσαλεύω* 2. μτφ. εμβάλλω κάτι σε κάποιον («ἑκάστη ἡδονή τε καὶ λύπη προσπασσαλοῑ τῷ σώματι τὴν ψυχήν», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πασσαλῶ (< πάσσαλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”